Κυριακή 1 Δεκεμβρίου 2013

Απόπειρα πρώτη: ένα διασκευασμένο μονόπρακτο!


Χτες Σάββατο, τελευταία μέρα του Νοέμβρη, μαζευτήκαμε ξανά "οι πιστοί" στο σχολείο για το γνωστό μας παιχνίδι... Αυτή τη φορά είχα ετοιμάσει για τα παιδιά ένα κειμενάκι, μια διασκευή ενός μονόπρακτου του Θερβάντες (μη με ρωτήσετε λεπτομέρειες, γιατί δε θυμάμαι τίτλο ούτε λοιπά στοιχεία). Το κείμενο, λοιπόν, ήταν το εξής: (Χτυπά η πόρτα. Η δόνια Ντολόρες πηγαίνει ν’ ανοίξει). ΝΤΟΛΟΡΕΣ: Ποιος είναι; ΠΑΤΗΡ ΙΓΝΑΣΙΟ: Εγώ, παιδί μου, ο πατήρ Ιγνάσιο. (Ανοίγει μεμιάς και καλεί τον ιερέα να περάσει.)

ΝΤΟΛΟΡΕΣ: Ο, παρακαλώ, πάτερ, περάστε, σας περιμέναμε. (Ο πατήρ Ιγνάσιο μπαίνει, ρίχνει μια ματιά ένα γύρο στο χώρο και ρωτά:) ΠΑΤΗΡ ΙΓΝΑΣΙΟ: Πώς είναι ο ασθενής; Ο αξιότιμος μπαμπάς σας; ΝΤΟΛΟΡΕΣ: Πώς να είναι, πάτερ μου; Ώρες μετράει, ο καημένος. Σας περίμενε απ’ το πρωί, όλο αγωνία. Θέλει, λέει, κάτι να σας εξομολογηθεί πριν κλείσει τα μάτια του. ΠΑΤΗΡ ΙΓΝΑΣΙΟ (με ένα συγκαταβατικό γελάκι): Τι να εξομολογηθεί ο φτωχός ο δον Γκόγιο; Αυτός δεν πείραξε άνθρωπο ποτέ του - πάντα γενναιόδωρος, πάντα τίμιος, πάντα εργατικός και φιλάνθρωπος. (Πηγαίνουν προς το κρεβάτι του ετοιμοθάνατου δον Γκόγιο. Η δόνια Ντολόρες σκύβει από πάνω του.)
ΝΤΟΛΟΡΕΣ: Πατέρα... Πατέρα μ’ ακούς; Ήρθε ο πατήρ Ιγνάσιο. Μ’ ακούς; ΔΟΝ ΓΚΟΓΙΟ: (Μουγκρίζει και της κάνει νόημα με το χέρι να φύγει.) ΝΤΟΛΟΡΕΣ: Θέλεις κάτι να σου φέρω; ΔΟΝ ΓΚΟΓΙΟ: (Μουγκρίζει, πιο εκνευρισμένος τώρα και της γνέφει ξανά.) ΝΤΟΛΟΡΕΣ: Τι θέλεις, μπαμπά; ΔΟΝ ΓΚΟΓΙΟ: (Ανασηκώνεται ελαφρά με τα μάτια γουρλωμένα και φωνάζει με βραχνή φωνή:) Να ξεκουμπιστείς!!! (Μεμιάς σωριάζεται και πάλι στο κρεβάτι.) (Η Ντολόρες κάνει δυο-τρία βήματα προς τα πίσω και κοιτάζει σαν χαμένη το πατέρα Ιγνάσιο.) ΠΑΤΗΡ ΙΓΝΑΣΙΟ: Πήγαινε, παιδί μου, άφησέ μας μόνους. (Ο παπάς τραβάει μια καρέκλα πλάι στο κρεβάτι του ετοιμοθάνατου και γέρνει κοντά του, ενώ η Ντολόρες πάει και στέκεται κοντά στην πόρτα του δωματίου, χωρίς όμως να βγει έξω.) ΠΑΤΗΡ ΙΓΝΑΣΙΟ: Πώς είσαι, δον Γκόγιο; Με γύρευες έμαθα. (Ο άρρωστος κατανεύει βογκώντας.) ΠΑΤΗΡ ΙΓΝΑΣΙΟ: Τι σε βαραίνει, αδερφέ μου; Κάποια σκέψη; Κάποια αμαρτία παλιά; (Στο δεύτερο ερώτημα, ο άρρωστος κατανεύει έντονα.) ΠΑΤΗΡ ΙΓΝΑΣΙΟ: Τι αμαρτία, δον Γκόγιο; Για τι πράγμα μετανοείς; Απ’ όσο ξέρω εσύ δεν έβλαψες άνθρωπο ποτέ σου. ΔΟΝ ΓΚΟΓΙΟ (με βραχνή φωνή): Έβλαψα... Έβλαψα.
ΠΑΤΗΡ ΙΓΝΑΣΙΟ: Πες μου, λοιπόν, αδελφέ μου, για τι μετανιώνεις; ΔΟΝ ΓΚΟΓΙΟ (παίρνει μια βαθιά ανάσα και ξεκινάει): Μετανιώνω που σ’ εκείνο τον ανοιξιάτικο χορό, στα είκοσί μου χρόνια, δε χούφτωσα τα στήθια της Μαρίας Ιγουαράν, έτσι που φούσκωναν κάτω απ’ το λεπτό της φουστανάκι, μετανιώνω που άκουσα τους γονείς μου και παντρεύτηκα την ξινή τη μάνα αυτηνής εδώ, κι έκανα μια κόρη το ίδιο ξινή και άχαρη, μετανιώνω που μια ζωή δούλευα κι έλεγα ναι κι έσκυβα το κεφάλι, που δεν τα βρόντηξα όλα κάτω να φύγω από τούτο το κωλοχώρι... (Ο Πατήρ Ιγνάσιο και η Ντολόρες σταυροκοπιούνται με τα μάτια γουρλωμένα.) ΠΑΤΗΡ ΙΓΝΑΣΙΟ (διακόπτοντας τον δον Γκόγιο): Φτάνει αδερφέ μου! Φτάνει! Πες ήμαρτον! Ήμαρτον! (Ο άρρωστος στρέφει αργά και τον κοιτάζει.) ΔΟΝ ΓΚΟΓΙΟ: Ένα έχω να σου πω, παπά μου. (Ο πατήρ Ιγνάσιο τον κοιτάζει όλο προσδοκία. Ο δον Γκόγιο υψώνει το χέρι του σε γροθιά προς τη μεριά του παπά.) ΔΟΝ ΓΚΟΓΙΟ: Άντε στο διάβολο, παπά μου! (Ξεψυχάει. Οι άλλοι δυο κοιτάζονται σιωπηλοί.) ΑΥΛΑΙΑ Τα παιδιά έπαιξαν εναλλάξ όλους τους ρόλους. Αρχικά, στη φάση της ανάγνωσης, αγχώθηκαν λιγάκι...
...αλλά τελικά όλα πήγαν θαυμάσια!
Στο τέλος, ο Ουίλιαμ και η Αργυρώ μάς τραγούδησαν (ήταν η άσκηση που είχαν αναλάβει από την προηγούμενη εβδομάδα) και μας μάγεψαν κυριολεκτικά!
Άντε και το άλλο Σάββατο μας περιμένουν νέες εμπειρίες!

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου